προιούσας

προιούσας
προιούσᾱς , πρόειμι 1
ibo go forward
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
προιούσᾱς , πρόειμι 1
ibo go forward
pres part act fem gen sg (doric)
προιούσᾱς , πρόειμι 2
sum to be before
pres part act fem acc pl (doric)
προιούσᾱς , πρόειμι 2
sum to be before
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροπυρεξία — η ιατρ. πρόκληση τεχνητού πυρετού με ρεύμα υψηλής συχνότητας, με σκοπό τη θεραπεία τής προϊούσας γενικής παράλυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electropyrexia < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + pyrexia (πρβλ. πύρεξη < πυρέσ σω «έχω… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ φον Γιάουρεγκ, Γιούλιους — (Julius Wagner von Jauregg, 1857 1940). Αυστριακός νευρολόγος. Μελέτησε τις παραλυτικές μορφές παραφροσύνης, την ψύχωση, το μυξοίδημα και τον κρετινισμό. Έγινε γνωστός με την επινόηση τη θεραπείας της προϊούσας παράλυσης, με τον ενοφθαλμισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”